- αγαμογένεση
- η(βιολ.), δημιουργία νέου όντος χωρίς γονιμοποίηση, από αγαμέτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγαμογένεση — Παραγωγή νέου όντος όχι από συνένωση δύο κυττάρων (γαμετών ή γενετήσιων κυττάρων) αλλά από ένα, που λέγεται αγαμέτης. Η α. συναντάται σε πολλά πρωτόζωα. Λέγεται και αγαμογονία … Dictionary of Greek
βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… … Dictionary of Greek